στόμφος

στόμφος
ο, ΝΜΑ
επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία
αρχ.
1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα
2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία και στον διθύραμβο
3. κακολογία, λοιδορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «χλευάζω, κακολογώ» (για την εναλλαγή -β- και -φ- στο θ. τών τ. και για τη σημ. τής λ. βλ. λ. στέμβω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στομφός — high sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμφος — lofty phrases masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφός — ή, όν, θηλ. και ός, Α πομπώδης, κομπαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος, με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] …   Dictionary of Greek

  • στόμφος — ο πομπώδες ύφος: Μίλησε με στόμφο. – Το ύφος του το διακρίνει στόμφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόμφον — στόμφος lofty phrases masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμφῳ — στόμφος lofty phrases masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • ογκηρός — ὀγκηρός, ά, όν (Α) 1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος 2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν κομπορρημοσύνη, στόμφος 4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”